- φόρμιγγας
- φόρμιγξlyrefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
ιωή — ἰωή και επικ. τ. ἰωά, ἡ (Α) [ιώ] 1. κάθε ισχυρός ήχος, π.χ. ανέμου, φωτιάς, βημάτων, όπλων κ.λπ. 2. κραυγή, βοή ανδρών 3. ήχος φόρμιγγας 4. φρ. «ἰωὴ Λατινίς» η λατινική γλώσσα … Dictionary of Greek
κήλον — κῆλον, τὸ (Α) 1. το ξύλο, το στέλεχος τού βέλους 2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῑο», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «κῆλα νεῶν» α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων β) συνεκδ. τα πλοία 4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» τα ξύλα τής φόρμιγγας, η… … Dictionary of Greek
κίθαρις — κίθαρις, ιος, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. είδος φόρμιγγας ή λύρας («κήρυξ δ ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν Φημίῳ», Ομ. Οδ.) 2. η κιθαριστική τέχνη, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα, το κιθάρισμα 3. διάδημα που αποτελεί μέρος τού στολισμού τής… … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
φιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να συνοδεύει τον ήχο τής φόρμιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φόρμιγξ, ιγγος (πρβλ. ἀναξι φόρμιγξ, χρυσο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek